- σαλτιμπάγκος
- ο, Ν1. ηθοποιός τής υπαίθρου, σχοινοβάτης, ακροβάτης ή θαυματοποιός2. μτφ. άτομο που ενεργεί ευκαιριακά και επιπόλαια χωρίς να έχει σταθερές βάσεις και συγκεκριμένους στόχους, άνθρωπος χωρίς σταθερές αρχές, απατεώνας, αγύρτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. saltimbanco «αυτός που πηδά πάνω σε σανίδι» < ιταλ. φρ. salta in banco < ιταλ. saltare «πηδώ» + in + banco «σανίδι, παγκάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.